- ψέμα
- Ενσυνείδητη παραμόρφωση της αλήθειας.
Η ηθική θεωρεί το ψ. ως κάτι αφύσικο, γιατί παραμορφώνοντας την αλήθεια παρεμποδίζει την αναζήτησή της που είναι η βάση των επιδιώξεων κάθε φιλοσοφίας. Κάποτε όμως το ψ. έχει και κάποια σκοπιμότητα, όπως στην περίπτωση απόκρυψης από βαρύτατα άρρωστο, της πραγματικότητας.
Στον νομικό χώρο, εκτός από τις ανακριβείς δηλώσεις που οφείλονται στη διαταραχή της αντίληψης ή της μνήμης του μάρτυρα, υπάρχουν και τα ψ. που αρκετές φορές ήταν αιτία δικαστικών πλανών. Για την εξασφάλιση αντικειμενικών στοιχείων κρίσης έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες πειραματισμοί πάνω σε διάφορες τεχνικές: 1. ναρκοανάλυση: ανάκριση ατόμου που βρίσκεται σε κατάσταση ημιαναισθησίας με τη χρησιμοποίηση βαρβιτουρικού (ορός της αλήθειας). 2. συνειρμικές αντιδράσεις: το άτομο που ανακρίνεται ακούει αδιάφορα κρίσιμα λόγια που έχουν σχέση με το υποθετικό αδίκημα και το υποχρεώνουν να πει, κάθε φορά, την πρώτη λέξη που του έρχεται στον νου μετρώντας τον χρόνο που μεσολαβεί έως την απάντησή του· σε περίπτωση ενοχής υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους χρόνους των δύο σειρών λέξεων. 3. παθολογικές αντιδράσεις: υποβάλλουν το άτομο που ανακρίνεται σε ερωτήσεις σχετικές με το αδίκημα, καταγρά
φοντας συγχρόνως: α’. τη μυϊκή ένταση, β’. την αρτηριακή πίεση, γ’. τον ρυθμό του σφυγμού, δ’. το ψυχογαλβανικό ανακλαστικό, ε’. τον ρυθμό και τη μορφή της αναπνοής. Οι ένοχοι έχουν συχνά χαρακτηριστικές αντιδράσεις.
* * *το / ψεῡσμα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ψεύμα Ν, ψεῡμα ΜΑψεύδοςνεοελλ.φρ. α) «τέλειωσαν [ή σώθηκαν] τα ψέματα» — η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή, δεν υπάρχουν άλλα περιθώριαβ) «ψέμα με ουρά»i) χονδροειδές ψέμαii) πολλά και συνεχή ψέματαγ) «με τα ψέματα» — με ασήμαντα μέσα ή προσόντα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ψεῦσμα < ψεύδομαι (πρβλ. ψεύστης), ενώ οι τ. ψεύμα και ψέμα (πρβλ. ρεύμα: ρέμα) από αρχ. ψεῦσμα με αποβολή του -σ- (πρβλ. ψεύστης: ψεύτης)].
Dictionary of Greek. 2013.